Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προπραίτορας οι προπραίτορες
      γενική του προπραίτορα των προπραιτόρων
    αιτιατική τον προπραίτορα τους προπραίτορες
     κλητική προπραίτορα προπραίτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προπραίτορας < λατινική propraetor

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προπραίτορας αρσενικό

  1. (ιστορία) (στρατιωτικός όρος) έπαρχος (τέως ή πρώην πραίτορας στη Ρώμη που στέλνονταν ως επικεφαλής μιας ρωμαϊκής επαρχίας / provincia Romana)
    ※  Κατά τις ίδιες ημέρες έφθασαν επιστολές από τον πρέσβη Μ. Αυρήλιο και τον προπραίτορα Βαλέριο Λαβίνο και ήλθε νέα πρεσβεία των Αθηναίων, η οποία ανήγγειλε ότι ο βασι­λεύς προσέγγιζε τα σύνορά τους. (Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 11, 1987, σελ. 196.)
  2. (ιστορία) (στρατιωτικός όρος) αντιστράτηγος

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία