↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προμάμμη οι προμάμμες
      γενική της προμάμμης
    αιτιατική την προμάμμη τις προμάμμες
     κλητική προμάμμη προμάμμες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προμάμμη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προμάμμη < προ- + μάμμη (στην ελληνιστική σημασία: γιαγιά)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾoˈma.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐μάμ‐μη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προμάμμη θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προμάμμη αἱ ...?...αι
      γενική τῆς προμάμμης τῶν προμαμμῶν
      δοτική τῇ προμάμμ ταῖς προμάμμαις
    αιτιατική τὴν προμάμμην τὰς προμάμμᾱς
     κλητική ! προμάμμη ...?...αι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προμάμμ
γεν-δοτ τοῖν  προμάμμαιν
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία
του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα.
Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται η ονομαστική πληθυντικού.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προμάμμη < προ- + μάμμη (ελληνιστική σημασία: γιαγιά, αρχαία: «μανούλα»)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προμάμμη θηλυκό