Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προλεταριοποιημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προλεταριοποιημέν
ος
η
προλεταριοποιημέν
η
το
προλεταριοποιημέν
ο
γενική
του
προλεταριοποιημέν
ου
της
προλεταριοποιημέν
ης
του
προλεταριοποιημέν
ου
αιτιατική
τον
προλεταριοποιημέν
ο
την
προλεταριοποιημέν
η
το
προλεταριοποιημέν
ο
κλητική
προλεταριοποιημέν
ε
προλεταριοποιημέν
η
προλεταριοποιημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προλεταριοποιημέν
οι
οι
προλεταριοποιημέν
ες
τα
προλεταριοποιημέν
α
γενική
των
προλεταριοποιημέν
ων
των
προλεταριοποιημέν
ων
των
προλεταριοποιημέν
ων
αιτιατική
τους
προλεταριοποιημέν
ους
τις
προλεταριοποιημέν
ες
τα
προλεταριοποιημέν
α
κλητική
προλεταριοποιημέν
οι
προλεταριοποιημέν
ες
προλεταριοποιημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
προλεταριοποιημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
προλεταριοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προλεταριοποιημένος