προλεταριοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προλεταριοποιώ < προλετάριος + -ο- + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική prolétariser[1])
Ρήμα
επεξεργασίαπρολεταριοποιώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προλεταριοποιώ | προλεταριοποιούσα | θα προλεταριοποιώ | να προλεταριοποιώ | προλεταριοποιώντας | |
β' ενικ. | προλεταριοποιείς | προλεταριοποιούσες | θα προλεταριοποιείς | να προλεταριοποιείς | (προλεταριοποίει) | |
γ' ενικ. | προλεταριοποιεί | προλεταριοποιούσε | θα προλεταριοποιεί | να προλεταριοποιεί | ||
α' πληθ. | προλεταριοποιούμε | προλεταριοποιούσαμε | θα προλεταριοποιούμε | να προλεταριοποιούμε | ||
β' πληθ. | προλεταριοποιείτε | προλεταριοποιούσατε | θα προλεταριοποιείτε | να προλεταριοποιείτε | προλεταριοποιείτε | |
γ' πληθ. | προλεταριοποιούν(ε) | προλεταριοποιούσαν(ε) | θα προλεταριοποιούν(ε) | να προλεταριοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προλεταριοποίησα | θα προλεταριοποιήσω | να προλεταριοποιήσω | προλεταριοποιήσει | ||
β' ενικ. | προλεταριοποίησες | θα προλεταριοποιήσεις | να προλεταριοποιήσεις | προλεταριοποίησε | ||
γ' ενικ. | προλεταριοποίησε | θα προλεταριοποιήσει | να προλεταριοποιήσει | |||
α' πληθ. | προλεταριοποιήσαμε | θα προλεταριοποιήσουμε | να προλεταριοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | προλεταριοποιήσατε | θα προλεταριοποιήσετε | να προλεταριοποιήσετε | προλεταριοποιήστε | ||
γ' πληθ. | προλεταριοποίησαν προλεταριοποιήσαν(ε) |
θα προλεταριοποιήσουν(ε) | να προλεταριοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προλεταριοποιήσει | είχα προλεταριοποιήσει | θα έχω προλεταριοποιήσει | να έχω προλεταριοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις προλεταριοποιήσει | είχες προλεταριοποιήσει | θα έχεις προλεταριοποιήσει | να έχεις προλεταριοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει προλεταριοποιήσει | είχε προλεταριοποιήσει | θα έχει προλεταριοποιήσει | να έχει προλεταριοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προλεταριοποιήσει | είχαμε προλεταριοποιήσει | θα έχουμε προλεταριοποιήσει | να έχουμε προλεταριοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε προλεταριοποιήσει | είχατε προλεταριοποιήσει | θα έχετε προλεταριοποιήσει | να έχετε προλεταριοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προλεταριοποιήσει | είχαν προλεταριοποιήσει | θα έχουν προλεταριοποιήσει | να έχουν προλεταριοποιήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία προλεταριοποιώ
- ↑ προλεταριοποιώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)