προλεταριοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προλεταριοποίηση | οι | προλεταριοποιήσεις |
γενική | της | προλεταριοποίησης | των | προλεταριοποιήσεων |
αιτιατική | την | προλεταριοποίηση | τις | προλεταριοποιήσεις |
κλητική | προλεταριοποίηση | προλεταριοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προλεταριοποίηση < προλετάρι(ος) + -ο- + -ποίηση (< ποιώ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρολεταριοποίηση θηλυκό
- (κοινωνιολογία, πολιτική) η κοινωνική υποβάθμιση ενός ατόμου ή μιας κοινωνικής ομάδας από μια ανώτερη κοινωνική τάξη και ένταξή τους στην τάξη του προλεταριάτου
Μεταφράσεις
επεξεργασία προλεταριοποίηση