προελθών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | προελθών | η | προελθούσα | το | προελθόν |
γενική | του | προελθόντος | της | προελθούσας & προελθούσης* |
του | προελθόντος |
αιτιατική | τον | προελθόντα | την | προελθούσα | το | προελθόν |
κλητική | προελθών | προελθούσα | προελθόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | προελθόντες | οι | προελθούσες | τα | προελθόντα |
γενική | των | προελθόντων | των | προελθουσών | των | προελθόντων |
αιτιατική | τους | προελθόντες | τις | προελθούσες | τα | προελθόντα |
κλητική | προελθόντες | προελθούσες | προελθόντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «επιών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προελθών < μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος προέρχομαι
Μετοχή
επεξεργασίαπροελθών, -ούσα, -όν
- (λόγιο) μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος προέρχομαι, αυτός που προήλθε
- ↪ Λέξη προελθούσα από την ελληνική.
- ↪ Άνδρας προελθών από την Καππαδοκία.
Συγγενικά
επεξεργασία- προερχόμενος (αυτός που προέρχεται)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προελθών
|