↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προεκτεταμένος η προεκτεταμένη το προεκτεταμένο
      γενική του προεκτεταμένου της προεκτεταμένης του προεκτεταμένου
    αιτιατική τον προεκτεταμένο την προεκτεταμένη το προεκτεταμένο
     κλητική προεκτεταμένε προεκτεταμένη προεκτεταμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προεκτεταμένοι οι προεκτεταμένες τα προεκτεταμένα
      γενική των προεκτεταμένων των προεκτεταμένων των προεκτεταμένων
    αιτιατική τους προεκτεταμένους τις προεκτεταμένες τα προεκτεταμένα
     κλητική προεκτεταμένοι προεκτεταμένες προεκτεταμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προεκτεταμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προεκτείνω

προεκτεταμένος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία