προεκταμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προεκταμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προεκτείνω
Μετοχή
επεξεργασίαπροεκταμένος, -η, -ο
- που έχει προεκταθεί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προεκταμένος
|
προεκταμένος, -η, -ο
|