προδικασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προδικασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προδικάζω
Μετοχή επεξεργασία
προδικασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη προδικάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
προδικασμένος
|
προδικασμένος, -η, -ο
|