↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προγεννήτωρ οἱ προγεννήτορες
      γενική τοῦ προγεννήτορος τῶν προγεννητόρων
      δοτική τῷ προγεννήτορ τοῖς προγεννήτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν προγεννήτορ τοὺς προγεννήτορᾰς
     κλητική ! προγεννῆτορ προγεννήτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προγεννήτορε
γεν-δοτ τοῖν  προγεννητόροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προγεννήτωρ < προγεννῶ/προγίγνομαι + επίθημα -τωρ → δείτε τη λέξη προηγήτωρ[1] πρβλ. λατινική prōgenitor (πρόγονος)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προγεννήτωρ αρσενικό (θηλυκό προγεννήτειρα)

  1. ο πρώτος πατέρας γένους, γενάρχης, προπάτωρ
  2. (στον πληθυντικό: οἱ γεννήτορες) οι πρόγονοι
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 1380
    ὦ πατρὸς ἐμοῦ δύστανος ἀρά· μιαιφόνον τι σύγγονον παλαιῶν προγεννητόρων ἐξορίζεται κακὸν οὐδὲ μένει, ἔμολέ τ' ἐπ' ἐμέ–τί ποτε, τὸν οὐδὲν ὄντ' ἐπαίτιον κακῶν; ἰώ μοί μοι.

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. προγέννητωρ - αρχαία ελληνική (LSJ), Ελληνικό Μονογλωσσικό.