progenitor
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαprogenitor (pt) < λατινικό progenitor < αρχαιοελληνικό προγεννήτωρ < πρό και γεννήτωρ
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
progenitor | progenitores |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαprogenitor (pt)
- ο πρόγονος, ο προγεννήτωρ, οι μακρινοί πρόγονοι
- ο παπούς
- ο πατέρας