Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προβοκατόρικος η προβοκατόρικη το προβοκατόρικο
      γενική του προβοκατόρικου της προβοκατόρικης του προβοκατόρικου
    αιτιατική τον προβοκατόρικο την προβοκατόρικη το προβοκατόρικο
     κλητική προβοκατόρικε προβοκατόρικη προβοκατόρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προβοκατόρικοι οι προβοκατόρικες τα προβοκατόρικα
      γενική των προβοκατόρικων των προβοκατόρικων των προβοκατόρικων
    αιτιατική τους προβοκατόρικους τις προβοκατόρικες τα προβοκατόρικα
     κλητική προβοκατόρικοι προβοκατόρικες προβοκατόρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προβοκατόρικος < προβοκάτορας + -ικος

  Επίθετο επεξεργασία

προβοκατόρικος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία