προβοκαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προβοκαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προβοκάρω
Μετοχή
επεξεργασίαπροβοκαρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη προβοκάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία προβοκαρισμένος
|
προβοκαρισμένος, -η, -ο
|