προβοκαρισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαπροβοκαρισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του προβοκαρισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του προβοκαρισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του προβοκαρισμένος