προαστιοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προαστιοποίηση | οι | προαστιοποιήσεις |
γενική | της | προαστιοποίησης* | των | προαστιοποιήσεων |
αιτιατική | την | προαστιοποίηση | τις | προαστιοποιήσεις |
κλητική | προαστιοποίηση | προαστιοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προαστιοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προαστιοποίηση < προάστιο + -ο- + -ποίηση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική suburbanization)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροαστιοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία μετακίνησης πληθυσμών από πόλεις σε προάστια
Μεταφράσεις
επεξεργασία προαστιοποίηση