Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προασκημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προασκημέν
ος
η
προασκημέν
η
το
προασκημέν
ο
γενική
του
προασκημέν
ου
της
προασκημέν
ης
του
προασκημέν
ου
αιτιατική
τον
προασκημέν
ο
την
προασκημέν
η
το
προασκημέν
ο
κλητική
προασκημέν
ε
προασκημέν
η
προασκημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προασκημέν
οι
οι
προασκημέν
ες
τα
προασκημέν
α
γενική
των
προασκημέν
ων
των
προασκημέν
ων
των
προασκημέν
ων
αιτιατική
τους
προασκημέν
ους
τις
προασκημέν
ες
τα
προασκημέν
α
κλητική
προασκημέν
οι
προασκημέν
ες
προασκημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
προασκημένος
(
λόγιο
)
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
προασκώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προασκημένος