Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προαπελευθερωτικός η προαπελευθερωτική το προαπελευθερωτικό
      γενική του προαπελευθερωτικού της προαπελευθερωτικής του προαπελευθερωτικού
    αιτιατική τον προαπελευθερωτικό την προαπελευθερωτική το προαπελευθερωτικό
     κλητική προαπελευθερωτικέ προαπελευθερωτική προαπελευθερωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προαπελευθερωτικοί οι προαπελευθερωτικές τα προαπελευθερωτικά
      γενική των προαπελευθερωτικών των προαπελευθερωτικών των προαπελευθερωτικών
    αιτιατική τους προαπελευθερωτικούς τις προαπελευθερωτικές τα προαπελευθερωτικά
     κλητική προαπελευθερωτικοί προαπελευθερωτικές προαπελευθερωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προαπελευθερωτικός < προ- + απελευθερωτικός

  Επίθετο επεξεργασία

προαπελευθερωτικός

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία