Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προαπαγορευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προαπαγορευμέν
ος
η
προαπαγορευμέν
η
το
προαπαγορευμέν
ο
γενική
του
προαπαγορευμέν
ου
της
προαπαγορευμέν
ης
του
προαπαγορευμέν
ου
αιτιατική
τον
προαπαγορευμέν
ο
την
προαπαγορευμέν
η
το
προαπαγορευμέν
ο
κλητική
προαπαγορευμέν
ε
προαπαγορευμέν
η
προαπαγορευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προαπαγορευμέν
οι
οι
προαπαγορευμέν
ες
τα
προαπαγορευμέν
α
γενική
των
προαπαγορευμέν
ων
των
προαπαγορευμέν
ων
των
προαπαγορευμέν
ων
αιτιατική
τους
προαπαγορευμέν
ους
τις
προαπαγορευμέν
ες
τα
προαπαγορευμέν
α
κλητική
προαπαγορευμέν
οι
προαπαγορευμέν
ες
προαπαγορευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
προαπαγορευμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
προαπαγορεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προαπαγορευμένος