προαπαγορεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προαπαγορεύω < ελληνιστική κοινή προαπαγορεύω < αρχαία ελληνική πρό + ἀπαγορεύω
Ρήμα
επεξεργασίαπροαπαγορεύω
- (λόγιο) απαγορεύω από πριν, εκ των προτέρων
Συγγενικά
επεξεργασία- προαπαγορευμένος
- προαπαγόρευση
- → δείτε τις λέξεις προ, απαγορεύω, αγορεύω και αγορά
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προαπαγορεύω | προαπαγόρευα | θα προαπαγορεύω | να προαπαγορεύω | προαπαγορεύοντας | |
β' ενικ. | προαπαγορεύεις | προαπαγόρευες | θα προαπαγορεύεις | να προαπαγορεύεις | προαπαγόρευε | |
γ' ενικ. | προαπαγορεύει | προαπαγόρευε | θα προαπαγορεύει | να προαπαγορεύει | ||
α' πληθ. | προαπαγορεύουμε | προαπαγορεύαμε | θα προαπαγορεύουμε | να προαπαγορεύουμε | ||
β' πληθ. | προαπαγορεύετε | προαπαγορεύατε | θα προαπαγορεύετε | να προαπαγορεύετε | προαπαγορεύετε | |
γ' πληθ. | προαπαγορεύουν(ε) | προαπαγόρευαν προαπαγορεύαν(ε) |
θα προαπαγορεύουν(ε) | να προαπαγορεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προαπαγόρεψα | θα προαπαγορέψω | να προαπαγορέψω | προαπαγορέψει | ||
β' ενικ. | προαπαγόρεψες | θα προαπαγορέψεις | να προαπαγορέψεις | προαπαγόρεψε | ||
γ' ενικ. | προαπαγόρεψε | θα προαπαγορέψει | να προαπαγορέψει | |||
α' πληθ. | προαπαγορέψαμε | θα προαπαγορέψουμε | να προαπαγορέψουμε | |||
β' πληθ. | προαπαγορέψατε | θα προαπαγορέψετε | να προαπαγορέψετε | προαπαγορέψτε | ||
γ' πληθ. | προαπαγόρεψαν προαπαγορέψαν(ε) |
θα προαπαγορέψουν(ε) | να προαπαγορέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προαπαγορέψει | είχα προαπαγορέψει | θα έχω προαπαγορέψει | να έχω προαπαγορέψει | ||
β' ενικ. | έχεις προαπαγορέψει | είχες προαπαγορέψει | θα έχεις προαπαγορέψει | να έχεις προαπαγορέψει | ||
γ' ενικ. | έχει προαπαγορέψει | είχε προαπαγορέψει | θα έχει προαπαγορέψει | να έχει προαπαγορέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε προαπαγορέψει | είχαμε προαπαγορέψει | θα έχουμε προαπαγορέψει | να έχουμε προαπαγορέψει | ||
β' πληθ. | έχετε προαπαγορέψει | είχατε προαπαγορέψει | θα έχετε προαπαγορέψει | να έχετε προαπαγορέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν προαπαγορέψει | είχαν προαπαγορέψει | θα έχουν προαπαγορέψει | να έχουν προαπαγορέψει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία προαπαγορεύω
|
Πηγές
επεξεργασία- προαπαγορεύω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)