↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προαγγελμένος η προαγγελμένη το προαγγελμένο
      γενική του προαγγελμένου της προαγγελμένης του προαγγελμένου
    αιτιατική τον προαγγελμένο την προαγγελμένη το προαγγελμένο
     κλητική προαγγελμένε προαγγελμένη προαγγελμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προαγγελμένοι οι προαγγελμένες τα προαγγελμένα
      γενική των προαγγελμένων των προαγγελμένων των προαγγελμένων
    αιτιατική τους προαγγελμένους τις προαγγελμένες τα προαγγελμένα
     κλητική προαγγελμένοι προαγγελμένες προαγγελμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

προαγγελμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία