προαγγέλλω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προαγγέλλω < αρχαία ελληνική προαγγέλλω < πρό + ἀγγέλλω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.aŋˈɟe.lo/
Ρήμα επεξεργασία
προαγγέλλω (παθητική φωνή: προαγγέλλομαι)
- γίνομαι προάγγελος, αναγγέλλω κάτι από πριν, το γνωστοποιώ εκ των προτέρων
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις προάγγελος και άγγελος