προΐστιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προΐστιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα προΐστιον. Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + ιστίο.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾoˈi.sti.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐ΐ‐στι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
προΐστιο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) αναδρομικό ιστίο που σηκώνεται μπροστά από κύριο ιστίο και ανάμεσα σε δύο κατάρτια ιστιοφόρου πλοίου
- στη ναυτική γλώσσα: βελεστράλι
Μεταφράσεις επεξεργασία
προΐστιο
|
Πηγές επεξεργασία
- τὰ προΐστια - σελ. 29 - Ονοματολόγιον ναυτικόν. Εν Αθήναις: Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1884 [Εισαγωγή, υπογεγραμμένη το 1858] @anemi
- προΐστιον - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- προΐστιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)