Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ προΐστιον τὰ προΐστια
      γενική τοῦ προϊστίου τῶν προϊστίων
      δοτική τῷ προϊστί τοῖς προϊστίοις
    αιτιατική τὸ προΐστιον τὰ προΐστια
     κλητική ! προΐστιον προΐστια
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προΐστιον (μαρτυρείται από το 1858) στον πληθυντικό «τὰ προΐστια» [1] < → και δείτε τη λέξη προΐστιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προΐστιον, -ίου ουδέτερο

  Αναφορές επεξεργασία

  1. προΐστια - σελ. 29 - Ονοματολόγιον ναυτικόν. Εν Αθήναις: Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1884 [Εισαγωγή, υπογεγραμμένη το 1858] @anemi