Δείτε επίσης: πριονιστής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πριονιστός η πριονιστή το πριονιστό
      γενική του πριονιστού της πριονιστής του πριονιστού
    αιτιατική τον πριονιστό την πριονιστή το πριονιστό
     κλητική πριονιστέ πριονιστή πριονιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πριονιστοί οι πριονιστές τα πριονιστά
      γενική των πριονιστών των πριονιστών των πριονιστών
    αιτιατική τους πριονιστούς τις πριονιστές τα πριονιστά
     κλητική πριονιστοί πριονιστές πριονιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πριονιστός < πριονίζω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

πριονιστός, -ή, -ό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία