πριονιστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
πριονιστός, -ή, -ό
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πριονιστός
|
![]() |
πριονιστός, -ή, -ό
|