πριονιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπριονιστής αρσενικό
- (επάγγελμα) κάποιος που ασχολείται (επαγγελματικά) με το πριόνισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπριονιστής
Δείτε επίσης : πριονιστός |
πριονιστής αρσενικό
πριονιστής