Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πριονιστής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
πριονιστός
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
1.3
Κλιτικός τύπος επιθέτου
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
πριονιστ
ής
οι
πριονιστ
ές
γενική
του
πριονιστ
ή
των
πριονιστ
ών
αιτιατική
τον
πριονιστ
ή
τους
πριονιστ
ές
κλητική
πριονιστ
ή
πριονιστ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πριονιστής
<
πριονίζω
+
-τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πριονιστής
αρσενικό
(
επάγγελμα
)
κάποιος που
ασχολείται
(
επαγγελματικά
) με το
πριόνισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πριονιστής
αγγλικά
:
sawyer
(en)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
πριονιστής
γενική
ενικού
του
πριονιστή