Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πριονισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πριονισμέν
ος
η
πριονισμέν
η
το
πριονισμέν
ο
γενική
του
πριονισμέν
ου
της
πριονισμέν
ης
του
πριονισμέν
ου
αιτιατική
τον
πριονισμέν
ο
την
πριονισμέν
η
το
πριονισμέν
ο
κλητική
πριονισμέν
ε
πριονισμέν
η
πριονισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πριονισμέν
οι
οι
πριονισμέν
ες
τα
πριονισμέν
α
γενική
των
πριονισμέν
ων
των
πριονισμέν
ων
των
πριονισμέν
ων
αιτιατική
τους
πριονισμέν
ους
τις
πριονισμέν
ες
τα
πριονισμέν
α
κλητική
πριονισμέν
οι
πριονισμέν
ες
πριονισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
πριονισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
πριονίζω
Αντώνυμα
επεξεργασία
απριόνιστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πριονισμένος