πριμαρόλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πριμαρόλι | τα | πριμαρόλια |
γενική | του | πριμαρολίου | των | πριμαρολίων |
αιτιατική | το | πριμαρόλι | τα | πριμαρόλια |
κλητική | πριμαρόλι | πριμαρόλια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾi.maˈɾo.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρι‐μα‐ρό‐λι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπριμαρόλι ουδέτερο
- (παρωχημένο, ναυτικός όρος) το πρώτο πλοίο κάθε περιόδου που μετέφερε σταφίδες από τις ακτές της Πελοποννήσου σε χώρες του εξωτερικού[2]
Μεταφράσεις
επεξεργασία πριμαρόλι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Αθηνά: σύγγραμμα περιοδικόν της εν Αθήνας Επιστημονικής Εταιρείας, Αθήνα: Τυπογραφείο Αδελφών Περρή, 1982. σελ. 139
- ↑ Αθηνά Κακούρη, Πριμαρόλια, Αθήνα: Εστία, 1999
Πηγές
επεξεργασία- πριμαρόλι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)