Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρεβιοτικός η πρεβιοτική το πρεβιοτικό
      γενική του πρεβιοτικού της πρεβιοτικής του πρεβιοτικού
    αιτιατική τον πρεβιοτικό την πρεβιοτική το πρεβιοτικό
     κλητική πρεβιοτικέ πρεβιοτική πρεβιοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρεβιοτικοί οι πρεβιοτικές τα πρεβιοτικά
      γενική των πρεβιοτικών των πρεβιοτικών των πρεβιοτικών
    αιτιατική τους πρεβιοτικούς τις πρεβιοτικές τα πρεβιοτικά
     κλητική πρεβιοτικοί πρεβιοτικές πρεβιοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρεβιοτικός < πρεβιοτικό < αγγλική prebiotic < αρχαία ελληνική πρό + βίος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾe.vi.o.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρε‐βι‐ο‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

πρεβιοτικός, -ή, -ό

  • (νεολογισμός) που έχει σχέση με τα πρεβιοτικά, τα περιέχει ή αναφέρεται σ' αυτά
    ※  Στα ράφια των σούπερ μάρκετ οι καταναλωτές έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν ανάμεσα σε 3 διαφορετικές λειτουργικές φρυγανιές ανάλογα με τις διατροφικές τους ανάγκες. Φρυγανιές με Ω3 και Ω6 λιπαρά από λιναρόσπορο, φρυγανιές με πρεβιοτικές ίνες που συμβάλλουν στην ισορροπία του πεπτικού συστήματος και φρυγανιές με ασβέστιο, μαγνήσιο και βιταμίνες. (Μάνος Χαραλαμπάκης, Χοιρινό κρέας θρεπτικό σαν ψάρι, Τα Νέα, 1 Δεκεμβρίου 2008)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr