πραιτωρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πραιτωρικός < μεσαιωνική ελληνική πραιτωρικός[1] < ελληνιστική κοινή πραίτωρ < λατινική praetor
Επίθετο
επεξεργασίαπραιτωρικός
- παρωχημένη γραφή του πραιτορικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία πραιτωρικός
|
- ↑ πραιτωρικός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)