Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πραιτορικός η πραιτορική το πραιτορικό
      γενική του πραιτορικού της πραιτορικής του πραιτορικού
    αιτιατική τον πραιτορικό την πραιτορική το πραιτορικό
     κλητική πραιτορικέ πραιτορική πραιτορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πραιτορικοί οι πραιτορικές τα πραιτορικά
      γενική των πραιτορικών των πραιτορικών των πραιτορικών
    αιτιατική τους πραιτορικούς τις πραιτορικές τα πραιτορικά
     κλητική πραιτορικοί πραιτορικές πραιτορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πραιτορικός < πραίτορας + -ικός < ελληνιστική κοινή πραίτωρ < λατινική praetor

  Επίθετο επεξεργασία

πραιτορικός

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. πραιτωρικός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)