ποταμοχειμάρρειος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαποταμοχειμάρρειος, -α, -ο
- που έχει σχέση με ποταμό που ενίοτε γίνεται χείμαρρος ή αναφέρεται σ' αυτόν
- Η μεσοελληνική αύλακα άρχιζε από την περιοχή της Αλβανίας και επεκτεινόταν προς νότο. Ήταν σημαντικού πάχους με γενικά χαρακτηριστικά θαλάσσιας και ποταμοχειμάρριας φάσεως.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ποταμοχειμάρρειος