↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποταμίδα οι ποταμίδες
      γενική της ποταμίδας των ποταμίδων
    αιτιατική την ποταμίδα τις ποταμίδες
     κλητική ποταμίδα ποταμίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποταμίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ποταμίδα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποταμίδα θηλυκό

  1. (ιδιωματικό, πτηνό) είδος πουλιού
  2. (ιδιωματικό) παραποτάμια περιοχή, ποταμιά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποταμίδα < ποταμός + -ίδα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποταμίδα θηλυκό (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό στην Κρήτη)

  1. (πτηνό) είδος πτηνού που ανήκει στην ίδια οικογένεια με το αηδόνι ή το ίδιο το αηδόνι
    ※  16ος/17ος αιώνας Γεώργιος Χορτάτσης, Πανώρια, Πράξη Γ', στίχ. 93 (93-94)
    Τσῆ ποταμίδας γροίκησε τὸ πῶς παραπονᾶται
    καὶ μὲ γλυκὺ κιλαδισμὸ τσὶ πόνους τση δηγᾶται.
    Εμμανουήλ Κριαράς, Γεωργίου Χορτάτση, Πανώρια. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο Εμμανουήλ Κριαρά, Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 118
  2. αρδευόμενο χωράφι κοντά σε ποτάμι

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία