Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποροσκοπία οι ποροσκοπίες
      γενική της ποροσκοπίας των ποροσκοπιών
    αιτιατική την ποροσκοπία τις ποροσκοπίες
     κλητική ποροσκοπία ποροσκοπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποροσκοπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική poroscopy < αρχαία ελληνική πόρος + σκοπέω· μορφολογικά αναλύεται πόρ(ος) + -ο- + -σκοπία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποροσκοπία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία