↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πορισμένος η πορισμένη το πορισμένο
      γενική του πορισμένου της πορισμένης του πορισμένου
    αιτιατική τον πορισμένο την πορισμένη το πορισμένο
     κλητική πορισμένε πορισμένη πορισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πορισμένοι οι πορισμένες τα πορισμένα
      γενική των πορισμένων των πορισμένων των πορισμένων
    αιτιατική τους πορισμένους τις πορισμένες τα πορισμένα
     κλητική πορισμένοι πορισμένες πορισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πορισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πορίζω

πορισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία