↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πορθημένος η πορθημένη το πορθημένο
      γενική του πορθημένου της πορθημένης του πορθημένου
    αιτιατική τον πορθημένο την πορθημένη το πορθημένο
     κλητική πορθημένε πορθημένη πορθημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πορθημένοι οι πορθημένες τα πορθημένα
      γενική των πορθημένων των πορθημένων των πορθημένων
    αιτιατική τους πορθημένους τις πορθημένες τα πορθημένα
     κλητική πορθημένοι πορθημένες πορθημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πορθημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πορθώ

πορθημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία