↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποντισμένος η ποντισμένη το ποντισμένο
      γενική του ποντισμένου της ποντισμένης του ποντισμένου
    αιτιατική τον ποντισμένο την ποντισμένη το ποντισμένο
     κλητική ποντισμένε ποντισμένη ποντισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποντισμένοι οι ποντισμένες τα ποντισμένα
      γενική των ποντισμένων των ποντισμένων των ποντισμένων
    αιτιατική τους ποντισμένους τις ποντισμένες τα ποντισμένα
     κλητική ποντισμένοι ποντισμένες ποντισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποντισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ποντίζω

ποντισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία