πονοκεφαλιασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πονοκεφαλιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πονοκεφαλιάζω και πονοκεφαλώ
Μετοχή επεξεργασία
πονοκεφαλιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πονοκεφαλιάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πονοκεφαλιασμένος
|