Ετυμολογία

επεξεργασία
πονοκεφαλώ < πονοκέφαλ(ος +

πονοκεφαλώ/πονοκεφαλάω (χωρίς παθητική φωνή)

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία