Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πολωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πολωμέν
ος
η
πολωμέν
η
το
πολωμέν
ο
γενική
του
πολωμέν
ου
της
πολωμέν
ης
του
πολωμέν
ου
αιτιατική
τον
πολωμέν
ο
την
πολωμέν
η
το
πολωμέν
ο
κλητική
πολωμέν
ε
πολωμέν
η
πολωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πολωμέν
οι
οι
πολωμέν
ες
τα
πολωμέν
α
γενική
των
πολωμέν
ων
των
πολωμέν
ων
των
πολωμέν
ων
αιτιατική
τους
πολωμέν
ους
τις
πολωμέν
ες
τα
πολωμέν
α
κλητική
πολωμέν
οι
πολωμέν
ες
πολωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πολωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
πολώνω
Μετοχή
επεξεργασία
πολωμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
πολώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πολωμένος