πολώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολώνω < πόλος + -ώνω, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική polariser
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπολώνω
- προκαλώ πόλωση
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πολώνω | πόλωνα | θα πολώνω | να πολώνω | πολώνοντας | |
β' ενικ. | πολώνεις | πόλωνες | θα πολώνεις | να πολώνεις | πόλωνε | |
γ' ενικ. | πολώνει | πόλωνε | θα πολώνει | να πολώνει | ||
α' πληθ. | πολώνουμε | πολώναμε | θα πολώνουμε | να πολώνουμε | ||
β' πληθ. | πολώνετε | πολώνατε | θα πολώνετε | να πολώνετε | πολώνετε | |
γ' πληθ. | πολώνουν(ε) | πόλωναν πολώναν(ε) |
θα πολώνουν(ε) | να πολώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πόλωσα | θα πολώσω | να πολώσω | πολώσει | ||
β' ενικ. | πόλωσες | θα πολώσεις | να πολώσεις | πόλωσε | ||
γ' ενικ. | πόλωσε | θα πολώσει | να πολώσει | |||
α' πληθ. | πολώσαμε | θα πολώσουμε | να πολώσουμε | |||
β' πληθ. | πολώσατε | θα πολώσετε | να πολώσετε | πολώστε | ||
γ' πληθ. | πόλωσαν πολώσαν(ε) |
θα πολώσουν(ε) | να πολώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πολώσει | είχα πολώσει | θα έχω πολώσει | να έχω πολώσει | ||
β' ενικ. | έχεις πολώσει | είχες πολώσει | θα έχεις πολώσει | να έχεις πολώσει | ||
γ' ενικ. | έχει πολώσει | είχε πολώσει | θα έχει πολώσει | να έχει πολώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πολώσει | είχαμε πολώσει | θα έχουμε πολώσει | να έχουμε πολώσει | ||
β' πληθ. | έχετε πολώσει | είχατε πολώσει | θα έχετε πολώσει | να έχετε πολώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πολώσει | είχαν πολώσει | θα έχουν πολώσει | να έχουν πολώσει |
|