Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολώνω < πόλος + -ώνω, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική polariser

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /poˈlo.no/

  Ρήμα επεξεργασία

πολώνω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία