polariser
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
polariser | polarisers |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpolariser (en)
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαpolariser (fr)