ενικός         πληθυντικός  
polariser polarisers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
polariser < polarise + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

polariser (en)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /?/

polariser (fr)

Συγγενικά

επεξεργασία