πολωτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πολωτής | οι | πολωτές |
γενική | του | πολωτή | των | πολωτών |
αιτιατική | τον | πολωτή | τους | πολωτές |
κλητική | πολωτή | πολωτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπολωτής αρσενικό
- (λόγιο, σπάνιο) κάποιος που συμβάλλει στην πόλωση
- (φυσική) κατασκευή ή διάταξη που συμβάλλει στην πόλωση ή τη λήψη πολωμένου φωτός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολωτής
|