Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πολωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πολωτικ
ός
η
πολωτικ
ή
το
πολωτικ
ό
γενική
του
πολωτικ
ού
της
πολωτικ
ής
του
πολωτικ
ού
αιτιατική
τον
πολωτικ
ό
την
πολωτικ
ή
το
πολωτικ
ό
κλητική
πολωτικ
έ
πολωτικ
ή
πολωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πολωτικ
οί
οι
πολωτικ
ές
τα
πολωτικ
ά
γενική
των
πολωτικ
ών
των
πολωτικ
ών
των
πολωτικ
ών
αιτιατική
τους
πολωτικ
ούς
τις
πολωτικ
ές
τα
πολωτικ
ά
κλητική
πολωτικ
οί
πολωτικ
ές
πολωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πολωτικός
<
πόλωση
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
πολωτικός
που έχει
σχέση
με την
πόλωση
, αναφέρεται ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
πολώνω
και
πόλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πολωτικός
αγγλικά
:
polarising
(en)