Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολωτικός η πολωτική το πολωτικό
      γενική του πολωτικού της πολωτικής του πολωτικού
    αιτιατική τον πολωτικό την πολωτική το πολωτικό
     κλητική πολωτικέ πολωτική πολωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολωτικοί οι πολωτικές τα πολωτικά
      γενική των πολωτικών των πολωτικών των πολωτικών
    αιτιατική τους πολωτικούς τις πολωτικές τα πολωτικά
     κλητική πολωτικοί πολωτικές πολωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολωτικός < πόλωση + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

πολωτικός

  • που έχει σχέση με την πόλωση, αναφέρεται ή συμβάλλει σ’ αυτή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία