Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πολυώδυνος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πολυώδυν
ος
η
πολυώδυν
η
το
πολυώδυν
ο
γενική
του
πολυώδυν
ου
της
πολυώδυν
ης
του
πολυώδυν
ου
αιτιατική
τον
πολυώδυν
ο
την
πολυώδυν
η
το
πολυώδυν
ο
κλητική
πολυώδυν
ε
πολυώδυν
η
πολυώδυν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πολυώδυν
οι
οι
πολυώδυν
ες
τα
πολυώδυν
α
γενική
των
πολυώδυν
ων
των
πολυώδυν
ων
των
πολυώδυν
ων
αιτιατική
τους
πολυώδυν
ους
τις
πολυώδυν
ες
τα
πολυώδυν
α
κλητική
πολυώδυν
οι
πολυώδυν
ες
πολυώδυν
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πολυώδυνος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
πολυώδυνος, -η, -ο
που προκαλεί ή που γίνεται με πολλές
ωδίνες
, πολλούς
πόνους
Συνώνυμα
επεξεργασία
επώδυνος
οδυνηρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πολυώδυνος