ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πολυχανδής τὸ πολυχανδές
      γενική τοῦ/τῆς πολυχανδοῦς τοῦ πολυχανδοῦς
      δοτική τῷ/τῇ πολυχανδεῖ τῷ πολυχανδεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν πολυχανδ τὸ πολυχανδές
     κλητική ! πολυχανδές πολυχανδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πολυχανδεῖς τὰ πολυχανδ
      γενική τῶν πολυχανδῶν τῶν πολυχανδῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς πολυχανδέσ(ν) τοῖς πολυχανδέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς πολυχανδεῖς τὰ πολυχανδ
     κλητική ! πολυχανδεῖς πολυχανδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πολυχανδεῖ τὼ πολυχανδεῖ
      γεν-δοτ τοῖν πολυχανδοῖν τοῖν πολυχανδοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυχανδής (ελληνιστική κοινή) < πολυ- + χανδάνω

  Επίθετο

επεξεργασία

πολυχανδής, ής, -ές (ελληνιστική κοινή)

  1. (για αγγεία) αυτός που έχει μεγάλη χωρητικότητα
  2. φαρδύς, ευρύχωρος
    ※  4ος/5ος κε αιώνας Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 11.162, @scaife.perseus
    πυκνὸν ἐρευγομένοιο ποτὸν πολυχανδέι λαιμῷ