Ετυμολογία

επεξεργασία
χανδάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʰed- (παίρνω, γραπώνω)

χανδάνω

  1. περιλαμβάνω, περιέχω
  2. χωρώ
  3. είμαι δεκτικός, ικανός