Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πολυφόρος τὸ πολυφόρον
      γενική τοῦ/τῆς πολυφόρου τοῦ πολυφόρου
      δοτική τῷ/τῇ πολυφόρ τῷ πολυφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν πολυφόρον τὸ πολυφόρον
     κλητική ! πολυφόρε πολυφόρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πολυφόροι τὰ πολυφόρ
      γενική τῶν πολυφόρων τῶν πολυφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς πολυφόροις τοῖς πολυφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πολυφόρους τὰ πολυφόρ
     κλητική ! πολυφόροι πολυφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πολυφόρω τὼ πολυφόρω
      γεν-δοτ τοῖν πολυφόροιν τοῖν πολυφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυφόρος < πολυ- + -φόρος (< φέρω)

  Επίθετο επεξεργασία

πολυφόρος, -ος, -ον

  1. που υπομένει πολλά
  2. (για κρασί) που μπορεί να αναμιχθεί με αρκετή ποσότητα νερού

  Πηγές επεξεργασία