Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυφυής η πολυφυής το πολυφυές
      γενική του πολυφυούς* της πολυφυούς του πολυφυούς
    αιτιατική τον πολυφυή την πολυφυή το πολυφυές
     κλητική πολυφυή(ς) πολυφυής πολυφυές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυφυείς οι πολυφυείς τα πολυφυή
      γενική των πολυφυών των πολυφυών των πολυφυών
    αιτιατική τους πολυφυείς τις πολυφυείς τα πολυφυή
     κλητική πολυφυείς πολυφυείς πολυφυή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυφυής < αρχαία ελληνική πολυφυής < πολύς + φύω

  Επίθετο επεξεργασία

πολυφυής, -ής, -ές

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία