πολυπαραμετρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυπαραμετρικός < πολυ- + παραμετρικός
Επίθετο επεξεργασία
πολυπαραμετρικός
- που πρέπει να ληφθούν υπόψη πολλές παράμετροι για την επίτευξη ή πραγματοποίησή του
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυπαραμετρικός
|