Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυουρεθάνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polyurethane < αρχαία ελληνική πολύς + οὖρον
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυουρεθάνη οι πολυουρεθάνες
      γενική της πολυουρεθάνης των πολυουρεθανών
    αιτιατική την πολυουρεθάνη τις πολυουρεθάνες
     κλητική πολυουρεθάνη πολυουρεθάνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυουρεθάνη θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία